- περικοσμώ
- -έω, ΝΑ [κοσμώ]διακοσμώ, στολίζω κάτι γύρω γύρωνεοελλ.μτφ. κάνω κάτι να φαίνεται όμορφο και μεγαλόπρεπο, προσδίδω αίγλη, λαμπρύνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περικόσμημα — τὸ, ΜΑ [περικοσμώ] κόσμημα γύρω από κάτι … Dictionary of Greek